κρατημοϋπόρροον

κρατημοϋπόρροον
το (Μ κρατημοϋπόρροον)
(βυζ. μουσ.) ένας από τους κατιόντες έμφωνους χαρακτήρες τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής παρασημαντικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”